Τον τελευταίο καιρό διαπιστώνουμε οτι η Ιταλική σχολή προπονητών ποδοσφαίρου έχει αρχίσει να κυριαρχεί. Είναι χαρακτηριστικό οτι για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, ένας Ιταλός προπονητής (σε αυτή την περίπτωση ο Αντόνιο Κόντε) κατάφερε να κάνει την ομάδα του να κατακτήσει ένα απο τα δυσκολότερα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα του κόσμου, που είναι αυτό της Αγγλικής Premier League. Αλλά δέν είναι ο Αντίνιο Κόντε ο μόνος Ιταλός προπονητής ο οποίος τα τελευταία χρόνια κατάφερε μεγάλα επιτεύγματα όπως την κατάκτηση του τίτλου της Premier League. Στην Γερμανία ένας άλλος Ιταλός προπονητής, ο Αντόνιο Κόντε κατάφερε να φέρει την Μπάγερν στην κορυφή του Γερμανικού πρωταθλήματος, στην πρώτη του κιόλας χρονιά ως μέλος της FC Bayern Munich. Σαν να μην έφτανε αυτό, ένας άλλος Ιταλός προπονητής, ο Μαξ Αλέγκρι (προπονητής της Γιουβέντους), κατάφερε να φέρει την ομάδα του μετά απο πάρα πολλά χρόνια στον τελικό του Τσάμπιονς Λίγκ. Ο μόνος προπονητής ο οποίος δεν είναι Ιταλός και τον τελευταίο καιρό καταφέρνει να πετυχαίνει μεγάλα επιτεύγματα είναι ο Ζινεντίν Ζιντάν, τον οποίο θυμόμαστε όλοι απο τις καταπληκτικές του εμφανήσεις ως παίκτης στα γήπεδα την προηγούμενη δεκαετία. Παρότι Γάλλος προπονητής, πολλοί συμφωνούν οτι αυτή η εξαίρεση στον κανόνα είναι στην ουσία άλλος ένας ακόλουθος της Ιταλικής προπονητικής σχολής καθότι έχει αναφέρει οτι δύο Ιταλοί προπονητές (ο Κάρλο Ανσελότι και ο Μαρτσέλο Λίπι) είναι οι μέντορές του και αυτοί οι οποίοι τον βοήθησαν να γίνει ένας τόσο καλός προπονητής. Επίσης έχει χαρακτηρήσει τον προπονητή της Γιουβέντους, με τον οποίο αναμετρήθηκε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, ώς έναν ακόμη μέντορα ο οποίος του έχει διδάξει πάρα πολλά. Είναι συγκλονιστηκό οτι ανάμεσα στα 4 top πρωταθλήματατης Ευρώπης τα 3 απο αυτά κατακτήθηκαν απο Ιταλούς προπονητές, ενώ το τέταρτο κατακτήθηκε απο έναν Ιταλοθρεμένο Γάλλο προπονητή. Είναι συναρπαστικό και καθόλου τυχαίο οτι και οι τέσσερεις αυτοί προπονητές είναι ακόλουθοι της σχολής του Κοβερτσιάνο.
Στην φετινή ποδοσφαιρική σεζόν είχαμε δεκαενέα Ιταλούς προπονητές στην Ευρώπη, δεκαπέντε Ισπανούς, ένδεκα Γερμανούς και επτά Άγγλους. Αυτή η διαπίστωση, μαζί με όσα είπαμε παραπάνω, μας οδηγούν στο συμπέρασμα οτι μια Ιταλική προπονητική τεχνική η οποία για χρόνια θεωρούνταν ξεπερασμένη, καταφέρνει πλέον να πετυχαίνει τεράστια επιτεύγματα και να κάνει πολλούς Ιταλούς προπονητές φοβερά επιτυχημένους. Πολλοί αναλυτές στην Ευρώπη (ιδιαίτερα Ιταλοί αναλυτές) συμφωνούν οτι αυτή η μεγάλη εξέληξη των Ιταλών προπονητών στην Ευρώπη οφείλεται κυρίως στον 70άχρονο προπονητή Μαρτσέλο Λίκι και τις προπονητικές τεχνικές που εξέλιξε ο ίδιος. Μερικοί απο τους μαθητές αυτού του θρύλου της Ιταλικής προπονητικής είναι περίφημοι προπονητές όπως ο Αλέγκρι, ο Ζιντάν, ο Αντσελότι, και ο Κόντε.
Όλες οι τεχνικές που δοκιμάζουν σήμερα μεγάλοι Ιταλοί προπονητές ανα την Ευρώπη στην ουσία μεταφέρουν ιδέες και τεχνικές παρμένες απο άλλα αθλήματα (είτε ατομικά είτε ομαδικά). Όπως έχει πεί ο Ρέντσο Ουλβιέρι: “Για να γράψω ένα βιβλίο θα μου πάρει 2 χρόνια. Όταν το τελειώσω και το δώσω σε έναν μαθητή για να το διδαχθεί, στην ουσία θα είναι σαν να του διδάσκω το ποδόσφαιρο μιας διετίας πίσω. Η σχολή προσπαθεί να φτιάξει μελλοντικούς προπονητές και άρα έχει την αποστολή να τους διδάξει την εξέληξη της προπονητικής και το ποδόσφαιρο του μέλλοντος. Δέν ενδιαφερόμαστε αν τους διδάξουμε το ποδόσφαιρο του παρελθόντος και για αυτό και δεν δίνουμε βιβλία στους μαθητές μας στην σχολή”. Αν κάναμε μία σύγκρηση των σχολών προπονητικής ανα τον κόσμο με την Ιταλική προπονητική σχολή η οποία είναι το κύριο ρεύμα αυτή την στιγμή στην Ευρώπη, θα βλέπαμε με μεγάλες διαφορές. Μία απο τις σημαντικότερες διαφορές είναι η επιμονή της Ιταλικής σχολής να ζητάει απο τον φοιτητή της να παραδώσει μία διατριβή επάνω σε θέμα που θα επιλέξει ο ίδιος και μέσα σε αυτήν να αποτυπώσει ο ίδιος την δική του θεωρία για κάποιο απο τα βασικότερα θέματα ποδοσφαιρικής προπονητικής. Αυτό που επιτυγχάνεται με αυτή την τακτική είναι οτι ο μαθητής αναγκάζεται να παράξει πρωτογενές υλικό που σχετίζεται με την προπονητιή και έτσι πολλές φορές επιτυγχάνεται η παραγωγή καινοτόμων ιδεών! Σχεδόν πριν απο μία δεκαετία, ο Αντόνιο Κόντε στην δική του διατριβή είχε αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπαμε τότε τον σχηματισμό 4-3-1-2. Μελετώντας πολλά βίντε και αγώνες ο θρύλος της Ιταλικής προπονητικής κατάφερε να βρεί τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία αυτού του σχηματισμού και να προτείνει τρόπους αντιμετώπησης κάθε πιθανού σεναρίου. Η διατριβή του Κόντε θεωρείται κομβική για την εξέλιγη του Ιταλικού και του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και πολλοί μεταγενέστεροι διάσημοι προποντές βάσισαν τις τεχνικές τους επάνω στην διατριβή που παρήγαγε ο Αντόνιο Κόντε το 2006. Είναι πολύ πιθανό οτι η σημερινή επιτυχία των Ιταλών προπονητών στην Ευρώπη βασίζεται επάνω σε αυτή την καινοτομία της Ιταλικής σχολής που αναφέραμε παραπάνω.
Τα προτερήματα της Ιταλικής σχολής προπονητικής, η οποία ιδρύθηκε το 1958, είναι πολλά. Εκτός απο όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αξίζει να σημειωθεί επίσης και το γεγονός οτι έχει δημιουργήσει μία πολύ σημαντική βιβλιοθήκη έτσι ώστε οι μαθητές της σχολής να μπορούν να βρούν αντίγραφα της δουλειάς μερικών απο τους σημαντικότερους προπονητές στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Επίσης η σχολή έχει στην ιδιοκτησία της έναν μεγάλο αριθμό άρτια εξοπλισμένων αθλητικών εγκαταστάσεων με εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας, τον οποίο μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι σπουδαστές για να εξασκηθούν. Επιπλέον οι σπουδαστές κληρονομούν μία μακρά παράδοση ποδοσφαιρικής νοοτροπίας που δημιούργησας οι μεγάλοι Ιταλοί προπονητές και παίκτες στο πέρασμα του χρόνου.
Δυστυχώς η προπονητική σχολή στην Ελλάδα δέν παρομοιάζει καθόλου με την Ιταλική καθώς είναι παντελώς άστεγη και “μεταναστεύει” απο μέρος σε μέρος κατα καιρούς. Αρκετοί νέοι οι οποίοι ενδιαφέρονται για να κάνουν μία καριέρα στην προπονητική έχουν αρχίσει να φεύγουν απο την χώρα και να πηγαίνουν στην Ιταλία για να σπουδάσουν και να εκπαιδευτούν. Το παράδειγμα της Ιταλικής σχολής προπονητικής έχει παραγάγει μεγάλα επιτεύγματα και αποτελεί σίγουρα ένα πολύ καλό παράδειγμα προς μίμηση για τα δεδομένα της ελλάδας. Δείχνει έναν δρόμο ο οποίος θα μπορούσε να φέρει αρκετές επιτυχίες στο Ελληνικό ποδόσφαιρο, καθώς και ακόμη μεγαλύτερη ψυχαγογική απόλαυση για τους ποδοσφαιρόφιλους Έλληνες φίλαθλους.